- κύναγχον
- κῠν-αγχον, τό,A = ἀπόκυνον, Dsc.4.80.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
κύναγχον — neut nom/voc/acc sg κύναγχος masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κυνάγχου — κύναγχον neut gen sg κύναγχος masc gen sg κυνάγχης dog throttler masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κύναγχο — (Cynanchum acutum). Δικοτυλήδονο φυτό της οικογένειας των ασκληπιαδίδων, γνωστό με την κοινή ονομασία περιπλοκάδι. Πρόκειται για πολυετή πόα, με αναρριχώμενο βλαστό και λεπτές και μακριές διακλαδώσεις. Έχει μαλακά φύλλα, με ωοειδή μίσχο και λευκά … Dictionary of Greek